φραγγέλιο

φραγγέλιο
το
(λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φραγγέλιο — το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ. β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῡ ἱεροῡ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum… …   Dictionary of Greek

  • φραγγελώνω — φραγ(γ)ελ(λ)ῶ, όω, ΝΜΑ [φραγέλλιον / φραγγέλιο(ν)] δέρνω με το φραγγέλιο, μαστιγώνω («τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • φραγέλλη — ἡ, Α το φραγγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φραγέλλιον / φραγγέλλιον, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • φραγέλλιον — τὸ, ΜΑ βλ. φραγγέλιο …   Dictionary of Greek

  • φραγγέλωμα — το, Ν [φραγγελώνω] δαρμός με φραγγέλιο, μαστίγωμα …   Dictionary of Greek

  • φραγγέλωμα — το, ατος μαστίγωση, μαστίγωμα, χτύπημα με φραγγέλιο, καμτσικιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγγελώνω — φραγγέλωσα, φραγγελώθηκα, φραγγελωμένος, δέρνω με φραγγέλιο, μαστιγώνω, βουρδουλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”